- ἄοχλος
- ἄοχλ-ος, ον,A not troublesome, Hp.Art.78 ([comp] Sup.). Adv.
-ως Id.Fract.31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ως Id.Fract.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άοχλος — ἄοχλος, ον [όχλος] (Α) αυτός που δεν ενοχλεί, μη ενοχλητικός … Dictionary of Greek
ἀοχλότατον — ἄοχλος not troublesome masc acc superl sg ἄοχλος not troublesome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀόχλως — ἄοχλος not troublesome adverbial ἄοχλος not troublesome masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek